- ξέφραγμα
- το [ξεφράζω]αφαίρεση τού φράχτη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξέφραγμα — το, ατος αφαίρεση του φράχτη: Κάποιος από δω κοντά έκανε το ξέφραγμα του οικοπέδου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκφραξη — η (Α ἔκφραξις) νεοελλ. διάνοιξη φραγμένου πόρου, ξέφραγμα αρχ. ιατρ. διάνοιξη εμφράξεως … Dictionary of Greek